praeda
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- praeda < απώτατη αρχή, η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰed- [1]
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | praeda | praedae |
| γενική | praedae | praedārum |
| δοτική | praedae | praedīs |
| αιτιατική | praedam | praedās |
| κλητική | praeda | praedae |
| αφαιρετική | praedā | praedīs |
Απόγονοι
praeda (λατινικά)
- ↷ αλβανικά: pre
- ↷ ελληνιστική κοινή: πραῖδα
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πραῖδα
- ⇒ νέα ελληνικά: πραίδα, πρέδα (ιδιωματικό)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πραῖδα
- ↷ ισπανικά: preda, prea
→ και δείτε praeda#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Αναφορές
- praeda στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- praeda - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.