pouf

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /puf/

Επιφώνημα

pouf (fr)

  • επιφώνημα που εκφράζει έναν υπόκωφο θόρυβο πτώσης

Ουσιαστικό

pouf (fr) αρσενικό

  1. χαμηλό κάθισμα, χοντρό μαξιλάρι που τοποθετείται στο πάτωμα, πουφ
     δείτε τη λέξη  escabeau
  2. (παρωχημένο) τρόπος με τον οποίο μια φούστα ή ένα φόρεμα μαζευόταν από το πίσω μέρος της/του
  3. το χρέος

Εκφράσεις

Ομώνυμα / Ομόηχα

  • pouffe
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.