pouf
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /puf/
Ουσιαστικό
pouf (fr) αρσενικό
- χαμηλό κάθισμα, χοντρό μαξιλάρι που τοποθετείται στο πάτωμα, πουφ
- → δείτε τη λέξη escabeau
- (παρωχημένο) τρόπος με τον οποίο μια φούστα ή ένα φόρεμα μαζευόταν από το πίσω μέρος της/του
- το χρέος
Ομώνυμα / Ομόηχα
- pouffe
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.