plead
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | plead |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | pleads |
| αόριστος | pleaded, pled, plead |
| παθητική μετοχή | pleaded, pled, plead |
| ενεργητική μετοχή | pleading |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
| για τον αόριστο και παθητική μετοχή: pleaded (Βόρεια Αμερική, Αγγλία, Νομικός), pled (Βόρεια Αμερική, Σκοτία), plead (Βόρεια Αμερική) | |
Προφορά
- ΔΦΑ : /pliːd/
Ρήμα
plead (en)
- ζητώ κάτι σοβαρά, παρακαλώ για κάτι
- επιχειρηματολογώ υπέρ ή κατά
- (νομικός όρος) αγορεύω σε δικαστήριο ως συνήγορος
- (νομικός όρος) ομολογώ, απολογούμαι, δηλώνω σε δίκη ότι είμαι ένοχος ή όχι
- ↪ He pleaded/pled guilty.
- Ομολόγησε την ενοχή του.
- ↪ Prisoner at the bar, what do you plead, guilty or not guilty?
- Τι απολογείσαι κατηγορούμενε, αθώος ή ένοχος;
- ↪ He pleaded/pled guilty.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.