pied-de-coq
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpje.dəˈkɔk/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pied-de-coq | pied-de-coqs |
pied-de-coq (fr) αρσενικό
- διακοσμητικό στοιχείο πανοπλίας σε μορφή σκακιέρας, μεγαλύτερο από το « pied-de-poule »
- (ενδυμασία) ύφασμα με το μοτίβο αυτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

