carreau

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
carreau carreaux

carreau (fr) αρσενικό

  1. το καρό
  2. το παράθυρο, το τζάμι
  3. το τετραγωνάκι
  4. το πλακάκι

Συγγενικά

μοτίβα:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.