perspective
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
perspective
(en)
η
προοπτική
η
αντίληψη
, η
οπτική
, η
ματιά
, η
σκοπιά
, η
θεώρηση
put something into perspective
: τοποθετώ ιδεατά ορισμένα πράγματα σε σειρά και τα αξιολογώ ή τα διερευνώ
συγκριτικά
η
θέα
η
όψη
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
perspective
<
θηλυκό
του
perspectif
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
perspective
perspectives
perspective
(fr)
θηλυκό
η
προοπτική
η
όψη
prospective
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.