partenaire
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
partenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο , η παρτενέρ, αυτός με τον οποίο παίζουμε στην ίδια ομάδα
- συναλλασσόμενος, ομάδα με την οποία έχουμε σχέσεις
- Nos partenaires commerciaux. Οι εμπορικώς συναλλασσόμενοι μαζί μας.
- το πρόσωπο με το οποίο έχουμε σεξουαλικές σχέσεις
- Il est venu avec sa partenaire. Ήρθε με τη (στενή) φίλη του.
- o , η εταίρος
- Les partenaires sociaux. Οι κοινωνικοί εταίροι (αντιπρόσωποι των συνδικάτων και της εργοδοσίας)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.