partenaire

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

partenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο , η παρτενέρ, αυτός με τον οποίο παίζουμε στην ίδια ομάδα
  2. συναλλασσόμενος, ομάδα με την οποία έχουμε σχέσεις
    Nos partenaires commerciaux. Οι εμπορικώς συναλλασσόμενοι μαζί μας.
  3. το πρόσωπο με το οποίο έχουμε σεξουαλικές σχέσεις
    Il est venu avec sa partenaire. Ήρθε με τη (στενή) φίλη του.
  4. o , η εταίρος
    Les partenaires sociaux. Οι κοινωνικοί εταίροι (αντιπρόσωποι των συνδικάτων και της εργοδοσίας)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.