παρτενέρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρτενέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική partenaire

Ουσιαστικό

παρτενέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. ένας άντρας ή μια γυναίκα που συμμετέχει μαζί με άλλο άτομο σε έναν χορό
    Θα ήθελες να είσαι η παρτενέρ μου στον αποψινό χορό;
  2. (συνεκδοχικά) το καθένα από τα δυο μέλη ενός ζευγαριού

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.