parabola

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

parabola (en)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

parabola < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική παραβολή

Ουσιαστικό

parabola (la)

  1. σύγκριση, ομοιότητα
  2. (υστερολατινικά) παραβολή, αλληγορία

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική parabola parabolae
γενική parabolae parabolārum
δοτική parabolae parabolīs
αιτιατική parabolam parabolās
κλητική parabola parabolae
αφαιρετική parabolā parabolīs
(α' κλίση)

Απόγονοι

Πηγές



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

parabola (pl) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) η παραβολή
  2. η παραβολή, η αλληγορική διήγηση



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

parabola (cs) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.