parabola
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- parabola < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική παραβολή
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | parabola | parabolae |
| γενική | parabolae | parabolārum |
| δοτική | parabolae | parabolīs |
| αιτιατική | parabolam | parabolās |
| κλητική | parabola | parabolae |
| αφαιρετική | parabolā | parabolīs |
Απόγονοι
- Δείτε parabola#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- parabola - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πολωνικά (pl)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.