overview
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| overview | overviews |
overview (en)
- η σύνοψη, η επισκόπηση, η σύντομη/συνοπτική περίληψη
- η επισκοπική κριτική, ο συνολικός επανέλεγχος, η γενική επανεξέταση
- (παρωχημένο) 17ος αιώνας: επιθεώρηση, επίβλεψη
- (αμερικάνικα αγγλικά, 1934) αξιολόγηση, επιθεώρηση, έρευνα· περίληψη, σύνοψη, ανακεφαλαίωση
-
overview στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα
| ενεστώτας | overview |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | overviews |
| αόριστος | overviewed |
| παθητική μετοχή | overviewed |
| ενεργητική μετοχή | overviewing |
overview (en)
Πηγές
- overview - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- overview - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.