overdo
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | overdo |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | overdoes |
| αόριστος | overdid |
| παθητική μετοχή | overdone |
| ενεργητική μετοχή | overdoing |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Ετυμολογία
- overdo < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική overdon < αγγλοσαξονική oferdōn. Μορφολογικά αναλύεται σε over- + do
Ρήμα
overdo (en)
- παρακάνω
- ↪ You can add some more pictures in your presentation, but don't overdo it.
- Μπορείς να προσθέσεις λίγες ακόμα φωτογραφίες στην παρουσίασή σου, αλλά μην το παρακάνεις.
- ↪ You can add some more pictures in your presentation, but don't overdo it.
Συγγενικά
- overdoer
Σημειώσεις
- Μέχρι και τον 19ο αιώνα, το «overdo» χρησιμοποιούνταν ως αμετάβατο, αλλά, η χρήση αυτή, είναι σπάνια στα σημερινά αγγλικά κι έχει αντικατασταθεί με τη φράση «overdo it» (το παρακάνω, το παραξηλώνω).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.