oraculum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

oraculum < oro < os < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ōus- (στόμα)

Ουσιαστικό

oraculum (la) ουδέτερο

  1. μαντείο
  2. μαντική απάντηση
  3. προφητεία
  4. γνωμικό, ρητό
  5. αυτοκρατορικό διάταγμα

  • oraclum

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική oraculum oracula
γενική oraculī oraculōrum
δοτική oraculō oraculīs
αιτιατική oraculum oracula
κλητική oraculum oracula
αφαιρετική oraculō oraculīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.