oily

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός oily
συγκριτικός oilier
υπερθετικός oiliest

Ετυμολογία

oily < oil + -y

Επίθετο

oily (en)

  • λαδερός, λιπαρός, λαδώνω, που περιέχει ή καλύπτεται με λάδι
    The pie was very oily and made me sick.
    Η πίτα έγινε πολύ λαδερή και με λίγωσε.
    oily substances - λιπαρές ουσίες
    oily skin/oily hair - λιπαρό δέρμα/λιπαρά μαλλιά
    oily hair - λαδωμένο μαλλί
    Make sure not to get me oily!
    Πρόσεξε να μη με λαδώσεις!

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.