occlusion
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- occlusion < λατινική occlusio
Προφορά
- ΔΦΑ : /əˈkluːʒən/
Ουσιαστικό
occlusion (en)
- (γενικότερα) φράξιμο (σωλήνα κ.λπ.)
- (ειδικότερα) (ιατρική)
- απόφραξη, σύμμυση
- επούλωση
- (οδοντιατρική) σύγκλιση δοντιών
- (χημεία) έγκλειση, απορρόφηση (υγρών, αερίων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.