occlusion

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

occlusion < λατινική occlusio

Προφορά

ΔΦΑ : /əˈkluːʒən/

Ουσιαστικό

occlusion (en)

  1. (γενικότερα) φράξιμο (σωλήνα κ.λπ.)
  2. (ειδικότερα) (ιατρική)
    1. απόφραξη, σύμμυση
    2. επούλωση
    3. (οδοντιατρική) σύγκλιση δοντιών
  3. (χημεία) έγκλειση, απορρόφηση (υγρών, αερίων)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

occlusion < δημώδης λατινική occlusio

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔ.kly.zjɔ̃/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
occlusion occlusions

occlusion (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.