notion
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
notion
notions
Ουσιαστικό
notion
(en)
αντίληψη
,
γνώμη
,
ιδέα
έννοια
καπρίτσιο
, καπρίτσιο της στιγμής, κολληματάκι
Εκφράσεις
have a notion
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
notion
(fr)
θηλυκό
η
έννοια
η
γνώση
η
ιδέα
η στοιχειώδης πραγματεία επί μίας επιστήμης
βιβλίο με βασικές γνώσεις πάνω σε ένα πεδίο μελέτης
η
στοιχειώδης
γνώση
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.