ἀνεψιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀνεψιός | οἱ | ἀνεψιοί |
| γενική | τοῦ | ἀνεψιοῦ | τῶν | ἀνεψιῶν |
| δοτική | τῷ | ἀνεψιῷ | τοῖς | ἀνεψιοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἀνεψιόν | τοὺς | ἀνεψιούς |
| κλητική ὦ! | ἀνεψιέ | ἀνεψιοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνεψιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνεψιοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀνεψιός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *népōts / *h₂népōt (εγγονός, απόγονος, ανεψιός)
Πηγές
- ἀνεψιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνεψιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.