ἀνεψιός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνεψιός οἱ ἀνεψιοί
      γενική τοῦ ἀνεψιοῦ τῶν ἀνεψιῶν
      δοτική τῷ ἀνεψι τοῖς ἀνεψιοῖς
    αιτιατική τὸν ἀνεψιόν τοὺς ἀνεψιούς
     κλητική ! ἀνεψιέ ἀνεψιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνεψιώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀνεψιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀνεψιός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *népōts / *h₂népōt (εγγονός, απόγονος, ανεψιός)

Ουσιαστικό

ἀνεψιός αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.