metal

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

metal < μέση αγγλική metal < παλαιά γαλλική metal < λατινική metallum < αρχαία ελληνική μέταλλον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmɛ.təl/

Ουσιαστικό

metal (en)

  1. το μέταλλο
  2. (μουσική) η μέταλ
  3. (εραλδική) το χρυσό και το αργυρό χρώμα ενός οικοσήμου

Πολυλεκτικοί όροι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.