μέταλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μέταλ < αγγλική metal < λατινική metallium < αρχαία ελληνική μέταλλον (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.tal/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέταλ

Ουσιαστικό

μέταλ θηλυκό άκλιτο

  • (μουσική) η χέβι μέταλ, είδος μουσικής της ροκ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.