matura

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

matura < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maturamaturaj
αιτιατική maturanmaturajn

matura (eo)



Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική matura matury
γενική matury matur
δοτική maturze maturom
αιτιατική maturę matury
οργανική maturą maturami
τοπική maturze maturach
κλητική maturo matury

Ετυμολογία

matura < γερμανική Matur[1] < λατινική maturus

Ουσιαστικό

matura (pl) θηλυκό

  1. είδος μεταλυκειακών εξετάσεων που είναι υποχρεωτικό μόνο για όσους θέλουν να συνεχίσουν σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα
  2. το αντίστοιχο πτυχίο που παίρνουν όσοι περάσουν τις εξετάσεις αυτές

Αναφορές



Ρουμανικά (ro)

Ρήμα

matura (ro)

  1. σκουπίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.