ma
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Αντωνυμία
ma
(fr)
θηλυκό
(
πληθυντικός
mes
)
κτητική αντωνυμία α' προσώπου για έναν κτήτορα:
μου
Εσθονικά
(et)
Αντωνυμία
ma
(et)
εγώ
Ίντο
(io)
Σύνδεσμος
ma
(io)
αλλά
Ιταλικά
(it)
Σύνδεσμος
ma
(it)
μα
Ολλανδικά
(nl)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ma
(nl)
μαμά
Πολωνικά
(pl)
Ρηματικός τύπος
ma
(pl)
γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος
mieć
nie ma
Πορτογαλικά
(pt)
Ετυμολογία
ma
<
me
+
a
Συγχώνευση
ma
(pt)
μου
την
...
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.