lume
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
lume
(pt)
φωτιά
Συνώνυμα
fogo
(pt)
Ρουμανικά
(ro)
Ουσιαστικό
lume
(ro)
θηλυκό
ο
κόσμος
η
ανθρωπότητα
οι
άνθρωποι
, ο
κόσμος
, το
πλήθος
Κλίση
κλίση του
lume
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
o
lume
lumea
nişte
lumi
lumile
γενική
a unei
lumi
lumii
a unor
lumi
lumilor
δοτική
a unei
lumi
lumii
a unor
lumi
lumilor
αιτιατική
o
lume
lumea
nişte
lumi
lumile
κλητική
—
-
—
-
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.