liqueur
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- liqueur < (άμεσο δάνειο) λατινική liquor
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.kœr/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| liqueur | liqueurs |
liqueur (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) υγρό
- (ειδικότερα) οργανικό υγρό
- (χημεία, βιομηχανία) διάλυμα
- (ποτό) λικέρ
- (συνεκδοχικά) χωνευτικό ποτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.