levent

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία 1

levent < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική لوند (levend) < περσική لوند (lawand)

Προφορά

ΔΦΑ : /lɛˈvent/

Ουσιαστικό

levent (tr)

  • (ιστορία) πεζοναύτης οθωμανικού στόλου
      Kıyıdaki barakadan bizim leventler birer birer çıkıp denize dalarlardı.
    Οι λεβέντες μας συνήθιζαν να βγαίνουν απ' τους στρατώνες που βρίσκονταν στην ακτή ένας ένας και να βουτάνε μες στη θάλασσα
    (Cahit Uçuk, 1909-2004)

Κλίση

Επίθετο

levent (tr)

  1. λεβέντης, ψηλός και γεροδεμένος (άντρας) με όμορφο παρουσιαστικό
  2. (παρωχημένο) ψηλόκορμος
      Kuvvetle büyüyen levent kavaklardan başlar; sırasıyla meşe, ayva, köknar ve çamlarla biterdi.
    Άρχιζε με υψηλόκορμες λεύκες που θεριεύουν, και τελείωνε με βελανιδιές, κυδωνιές, έλατα και πεύκα
    (Sait Faik Abasıyanık 1906-1954)

Συγγενικά

  • levendane levendâne
  • leventlik

Ετυμολογία 2

levent < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική لوند < ιταλική levante

Ουσιαστικό

levent (tr)

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί), εξάρτημα του ...δείτε τη Συζήτηση:λεβέντης

Πηγές

  • levent - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • levent -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.