لوند
Οθωμανικά τουρκικά (ota)
Ετυμολογία
- لوند < (άμεσο δάνειο) περσική لوند (lawand)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε την περσική لوند
Ουσιαστικό
لوند (levend)
Περσικά (fa)
Πηγές
- «λεβέντης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.