legacy
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlɛɡəsi/
- ⓘ
Επίθετο
legacy (en)
- κληρονομημένος
- απομεινάρι του παρελθόντος, που δεν είναι πιά σε χρήση
- (υλικό υπολογιστή, λογισμικό) το υλικό (hardware) ή λογισμικό (software), που έχει σταματήσει η υποστήριξή του, που είναι ξεπερασμένο
Πολυλεκτικοί όροι
-
legacy στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.