keyword

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

keyword <  δείτε τις λέξεις key και word

Ουσιαστικό

keyword (en)

  1. (πληροφορική) το κλειδί που χρησιμοποιείται σε αλγόριθμους κρυπτογράφησης ή αποκρυπτογράφησης
     συνώνυμα: key
  2. (προγραμματισμός) λέξη-κλειδί.[1] Ο όρος σε μερικές γλώσσες προγραμματισμού συμπίπτει με τον όρο reserved word (πχ. C, Python) και σε άλλες (όπως στη Java) είναι υποσύνολο του
      JavaScript uses the "var" keyword to declare variables. [2]
    «Η JavaScript χρησιμοποιεί τη λέξη-κλειδί "var" για να δηλώσει μεταβλητές.»
     συνώνυμα: reserved word (πχ. στις γλώσσες προγραμματισμού C, Python)
    υπερώνυμα: identifier, reserved word (πχ. στη γλώσσα προγραμματισμού Java)

  • key word
  • key-word

Πολυλεκτικοί όροι

  • keyword στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. «λέξη-κλειδί» από αναζήτηση «keyword» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) JavaScript Syntax. Πρόσβαση 2021-03-07.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.