var
Αγγλικά (en)
Συντομομορφή
| ενικός | πληθυντικός |
| var | vars |
var (en)
- (προγραμματισμός) συντομογραφία του variable
- ※ JavaScript uses the var keyword to declare variables. [1]
- «Η JavaScript χρησιμοποιεί τη λέξη-κλειδί var για να δηλώσει μεταβλητές.»
- ※ JavaScript uses the var keyword to declare variables. [1]
Τουρκικά (tr)
Επίθετο
var (tr)
- υπάρχει, υπάρχουν
- boş oda var - υπάρχει ελεύθερο δωμάτιο
- έχω
- bir kızım var -έχω μία κόρη
Αντώνυμα
Σημειώσεις
- Λόγω της διαφορετικής δομής της τουρκικής γλώσσας η λέξη var, ενώ είναι επίθετο, μεταφράζεται στα ελληνικά με ρηματική έκφραση.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.