instantiation
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| instantiation | instantiations |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɪnstəns/
Ουσιαστικό
instantiation (en)
- εκδοχή
- (πληροφορική) οι εξής περιπτώσεις, σημασιολογικά παρόμοιες:
- (γενικά) η ενέργεια της εκτέλεσης κώδικα προγράμματος
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η ενέργεια της δημιουργίας αντικειμένου, από μία κλάση
- → δείτε και τη λέξη instance
- δείτε επίσης: Instance (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
-
instantiation στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.