indictment
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
indictment (en)
- το κατηγορητήριο
- η δίωξη
- (νομικός όρος, στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα) η έγκριση των κατηγοριών που προτείνει ο εισαγγελέας από μια ομάδα ενόρκων, ώστε ο κατηγορούμενος να οδηγηθεί σε δίκη
- (γενικότερα) η κατηγορία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.