ενδοεταιρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοεταιρικός | η | ενδοεταιρική | το | ενδοεταιρικό |
| γενική | του | ενδοεταιρικού | της | ενδοεταιρικής | του | ενδοεταιρικού |
| αιτιατική | τον | ενδοεταιρικό | την | ενδοεταιρική | το | ενδοεταιρικό |
| κλητική | ενδοεταιρικέ | ενδοεταιρική | ενδοεταιρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοεταιρικοί | οι | ενδοεταιρικές | τα | ενδοεταιρικά |
| γενική | των | ενδοεταιρικών | των | ενδοεταιρικών | των | ενδοεταιρικών |
| αιτιατική | τους | ενδοεταιρικούς | τις | ενδοεταιρικές | τα | ενδοεταιρικά |
| κλητική | ενδοεταιρικοί | ενδοεταιρικές | ενδοεταιρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδοεταιρικός < ενδο- + εταιρικός < αρχαία ελληνική ἑταιρικός < ἑταιρία / ἑταιρεία
Επίθετο
ενδοεταιρικός
- που σχετίζεται με πράγματα και καταστάσεις που συμβαίνουν εντός μιας εταιρείας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εταιρεία
Μεταφράσεις
ενδοεταιρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.