impressed

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός impressed
συγκριτικός more impressed
υπερθετικός most impressed

impressed (en)

  • εντυπωσιασμένος, εντυπωσιάζομαι, Θαυμάζω κάποιον ή κάτι γιατί πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα καλό, ενδιαφέρον κτλ.
    I am (deeply)/I was impressed.
    Είμαι (βαθύτατα)/έμεινα εντυπωσιασμένος.
    We are impressed by the magnificent sight.
    Είμαστε εντυπωσιασμένοι από το μεγαλειώδες θέαμα.
    I was not impressed at all.
    Δεν εντυπωσιάστηκα καθόλου.
    I was impressed by the beauty of the place.
    Εντυπωσιάστηκα με την ομορφιά του τοπίου.
    I have been impressed by their knowledge.
    Έχω εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις τους.

Ρηματικός τύπος

impressed (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.