import
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| import | imports |
import (en)
- η εισαγωγή
- το εισαγόμενο προϊόν
- η σημαντικότητα, η σημασία (με την έννοια σημαντικότητα), το ειδικό βάρος, το πόσο σημαντικό είναι κάτι
- το νόημα που έχει κάτι, η σημασία (με την έννοια νόημα)
Ρήμα
| ενεστώτας | import |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | imports |
| αόριστος | imported |
| παθητική μετοχή | imported |
| ενεργητική μετοχή | importing |
import (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.