iaceo
Λατινικά (la)
Ετυμολογία la
- iaceo < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *jakēō < *jakjō → δείτε τη λέξη iacio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζω *(H)ih₁-k- (ρίχνω)
Κλίση
B' συζυγία (iaceo, iacui, iacitum, iacere)
|
Πηγές
- iaceo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- iacio στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.