αντάτζιο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντάτζιο < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική adagio[1] < ad + agio

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈda.d͡zi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντάτζιο

και σπανιότερα κατά τα ιταλικά:

ΔΦΑ : /aˈda.d͡ʒo/ όπως στη γλώσσα των μουσικών

Επίρρημα

αντάτζιο

  • (μουσική) πολύ αργά
  • (με κεφαλαίο Αντάτζιο) πολύ αργά, ως τίτλος μουσικού έργου, ή μέρους του
    Το Αντάτζιο του Αλμπινόνι με κάνει να κλαίω. Αλλά δεν το έγραψε ο Αλμπινόνι!

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.