adagio

Αγγλικά (en)

Επίθετο

adagio (en)

  1. (μουσική) που έχει τη ένδειξη ότι παίζεται αργά

Επίρρημα

adagio (en)

  1. (μουσική) αντάτζιο (αργά)

Ουσιαστικό

adagio (en)

  1. (μουσική) αντάτζιο (η ένδειξη ότι ένα μουσικό κομμάτι παίζεται αργά)
  2. (μουσική) αντάτζιο (μουσικό κομμάτι που φέρει αυτή την ένδειξη)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Επίρρημα

adagio (fr)

  1. (μουσική) αντάτζιο (αργά)

Ουσιαστικό

adagio (fr)

  1. (μουσική) αντάτζιο (η ένδειξη ότι ένα μουσικό κομμάτι παίζεται αργά)
  2. (μουσική) αντάτζιο (μουσικό κομμάτι που φέρει αυτή την ένδειξη)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

adagio < ad + agio

Επίρρημα

adagio

Ουσιαστικό

adagio

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.