huddle
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | huddle |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | huddles |
| αόριστος | huddled |
| παθητική μετοχή | huddled |
| ενεργητική μετοχή | huddling |
huddle (en)
- (αμετάβατο) μαζεύομαι, στριμώχνομαι, για ένα πλήθος που συγκεντρώνεται σε μικρό χώρο
- (αμετάβατο) κουλουριάζομαι, παίρνω τη στάση του εμβρύου μέσα στη μήτρα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.