hibiscus

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.bis.kys/

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
hibiscus hibiscus

hibiscus (fr) αρσενικό


Λατινικά (la)

Ετυμολογία

hibiscus < hibiscum < αρχαία ελληνική ἱβίσκος

Ουσιαστικό

hibiscus (la) αρσενικό (& hibiscum & ebiscum)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική hibiscus hibiscī
γενική hibiscī hibiscōrum
δοτική hibiscō hibiscīs
αιτιατική hibiscum hibiscōs
κλητική hibisce hibiscī
αφαιρετική hibiscō hibiscīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.