half

Αγγλικά (en)

Αντωνυμία

half (en)

  • το μισό ποσό από κάτι ή κάποιον
    Give me/Take half.
    Δώσε μου/Πάρε το μισό.

Επίθετο

half (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μισός, που είναι ατελές και μόνο μερικό
    a half-truth - μισή αλήθεια
    Half measures will simply not do.
    Δε γίνεται τίποτα με ημίμετρα.

Επίρρημα

half (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μισός, εν μέρει
    The wall was half painted and half unpainted.
    Ο τοίχος ήταν μισός βαμμένος μισός άβαφος.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
half halves

half (en)

  1. το μισό
    a half meter/kilo - μισό μέτρο/κιλό
    two and a half kilos - δυο και μισό κιλά
    Half is written numerically as 1/2 or 0.5.
    Το μισό αριθμητικά γράφεται ως 1/2 ή 0,5.
    What is half of fifty?
    Ποιο είναι το μισό του πενήντα;
    The first/second half of the century.
    Το πρώτο/το δεύτερο μισό του αιώνα.
    The two of them divided the profits in half.
    Μοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά.
    They cut inflation by half/in half.
    Μείωσαν τον πληθωρισμό στο μισό.
  2. το ημίχρονο, το καθένα από τα δύο ίσης διάρκειας μέρη ενός αγώνα
    The score was 2-2 in the first half.
    Στο πρώτο ημίχρονο το σκορ ήταν 2-2.

Σύνθετα

Προσδιοριστής

half (en)

  • μισός
    half (of) a meter/kilo - μισό μέτρο/κιλό
    half an hour - μισή ώρα
    at half price - στη μισή τιμή
    a half (of a) glass of water - μισό ποτήρι νερό.
    He left half his work for the next day.
    Άφησέ τη μισή δουλειά του για την επομένη.
    Half (of) the earth’s population is women.
    Ο μισός πληθυσμός της γης είναι γυναίκες.
    The two brothers each have half of the house./The two brothers have half of the house each.
    Τα δύο αδέλφια έχουν το σπίτι από μισό.

Πηγές



Αφρικάανς (af)

Επίθετο

half (af)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Επίθετο

half (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.