halfway

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

halfway < half- + way

Επίρρημα

halfway (en) (χωρίς παραθετικά)

  • στα μισά του δρόμου, σε ίση απόσταση μεταξύ δύο σημείων· στη μέση μιας χρονικής περιόδου
    He caught up with him halfway.
    Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.