grex

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

grex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ger-, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ἀγείρω, ἀγορά

Ουσιαστικό

grex αρσενικό (και παλαιότερα θηλυκό)

  1. κοπάδι
  2. αγέλη
  3. πλήθος
  4. στίφος

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική grex gregēs
γενική gregis gregum
δοτική gregī gregibus
αιτιατική gregem gregēs
κλητική grex gregēs
αφαιρετική grege gregibus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.