gratia

Λατινικά (la)

Ετυμολογία 1

gratia < gratus

Ουσιαστικό

gratia

  1. χάρη
  2. εύνοια
  3. φιλία
  4. δύναμη, ισχύς
  5. χάρισμα
  6. ευχαριστία

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική gratia gratiae
γενική gratiae gratiārum
δοτική gratiae gratiīs
αιτιατική gratiam gratiās
κλητική gratia gratiae
αφαιρετική gratiā gratiīs
(α' κλίση)

Ετυμολογία 2

gratia: η αφαιρετική πτώση ενικού, ως καταχρηστική πρόθεση [1]

Πρόθεση

gratia

  • (με γενική ή αφαιρετική): χάριν, εξαιτίας
    Τοποθετείται μετά τη λέξη με την οποία συντάσσεται - γραμματικό είδος, αγγλικά: postposition

Επίρρημα

gratia

Αναφορές

  1. Λατινική Γραμματική Λυκείου (προσαρμογή του: Τζάρτζανος, Αχιλλεύς (1873-1946), Γραμματική της λατινικής γλώσσης, έκδ. 1948) Άκλιτα μέρη του λόγου, §103, 104.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.