go on

Αγγλικά (en)

ενεστώτας go on
γ΄ ενικό ενεστώτα goes on
αόριστος went on
παθητική μετοχή gone on
ενεργητική μετοχή going on

Ετυμολογία

go on <  δείτε τις λέξεις go και on

Ρήμα

go on (en) (αμετάβατο)

  1. ανάβω, για ένα φως, ηλεκτρισμό, κλπ που αρχίζει να λειτουργεί
    What time does the heat/do the lights in the street go on?
    Τι ώρα ανάβει το καλοριφέρ/το φως στο δρόμο;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη switch on
  2. προχωρώ στον χρόνο
    As the day went on, the heat grew stronger.
    Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη elapse
  3. (συνήθως going on) συμβαίνει
    What’s going on here?
    Τι συμβαίνει εδώ;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη happen
  4. διαρκώ, γίνεται
    The theater is closed while rehearsals are going on.
    Tο θέατρο αργεί όσο διαρκούν οι δοκιμές.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη persist
  5. περνάω, συνεχίζω κάποια δραστηριότητα
    Now we will go on to the next item on the agenda.
    Τώρα θα περάσουμε στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης.
     συνώνυμα: move on

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.