get into

Αγγλικά (en)

ενεστώτας get into
γ΄ ενικό ενεστώτα gets into
αόριστος got into
παθητική μετοχή got into, gotten into
ενεργητική μετοχή getting into

Ετυμολογία

get into <  δείτε τις λέξεις get και into

Ρήμα

get into (en)

  1. φτάνω σε ένα μέρος
    We got into the station late.
    Φτάσαμε στο σταθμό αργά.
  2. μπαίνω, εκλέγομαι
    I get into Parliament.
    Μπαίνω στη Βουλή.
  3. μπαίνω, περνάω, γίνομαι δεκτός σε πανεπιστήμιο
    I am getting into University.
    Μπαίνω στο Πανεπιστήμιο.
    He got into the Polytechnic/Law School.
    Πέρασε στο Πολυτεχνείο/στα Νομικά.
  4. φοράω, βάζω ένα ρούχο, ειδικά με δυσκολία
    I can’t get into these shoes, they are too small.
    Δεν μπορώ να φορέσω αυτά τα παπούτσια, είναι πολύ μικρά.
  5. μπαίνω, ξεκινάω μια καριέρα σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα
    I got into the profession last year.
    Μπήκα στο επάγγελμα πέρυσι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη go into
  6. ασχολούμαι με κάτι, αρχίζω κάτι
    I am getting into politics.
    Ασχολούμαι με την πολιτική.
    When I retire, I will get into gardening/painting.
    Όταν πάρω τη σύνταξή μου θ' ασχοληθώ με τον κήπο μου/με τη ζωγραφική.
    I got into a conversation with the man.
    Άρχισα μια συζήτηση με τον άντρα.
    She got into a long explanation about how…
    Άρχισε μια μακριά εξήγηση για το πώς…
    I am getting into a fight.
    Ρίχνομαι σε μάχη.
  7. αποκτώ μια συγκεκριμένη συνήθεια
    He got into the habit of smoking in bed.
    Απόχτησε τη συνήθεια να καπνίζει στο κρεβάτι.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.