gamble
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| gamble | gambles |
gamble (en)
- το ρισκάρισμα, το τζογάρισμα, μια ενέργεια που κάνω όταν ξέρω ότι υπάρχει κίνδυνος αλλά όταν ελπίζω ότι το αποτέλεσμα θα είναι μια επιτυχία
- ↪ a big/small gamble - μεγάλο/μικρό ρισκάρισμα
- ↪ a gamble in the stock market - τζογάρισμα στο χρηματιστήριο
- ↪ It’s all a gamble.
- Είναι καθαρά ζήτημα τύχης.
Ρήμα
| ενεστώτας | gamble |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | gambles |
| αόριστος | gambled |
| παθητική μετοχή | gambled |
| ενεργητική μετοχή | gambling |
gamble (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, τζογάρω, χαρτοπαίζω, ρισκάρω χρήματα σε ένα παιχνίδι καρτών, σε ιπποδρομίες κτλ.
- ↪ They lost their money gambling in the stock market.
- Έχασαν τα χρήματά τους παίζοντας/τζογάροντας στο χρηματιστήριο.
- ↪ He gambles and drinks!
- Παίζει και πίνει!
- ↪ We’re gambling at the horse race track.
- Παίζουμε στον ιππόδρομος.
- ↪ He lost his money gambling.
- Έχασα τα χρήματά του παίζοντας χαρτιά.
- ↪ The mother abandoned him at a young age and the father gambles.
- Η μάνα το παράτησε μικρό και ο πατέρας χαρτοπαίζει.
- ↪ They lost their money gambling in the stock market.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρισκάρω κάτι με την ελπίδα να πετύχω
- ↪ I gambled that he wouldn’t see me.
- Το ρίσκαρα ότι δεν θα μ' έβλεπε.
- ↪ I gambled that he wouldn’t see me.
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.