fugitivus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

fugitivus < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

fugitivus (la) αρσενικό

  1. δραπέτης, φυγάς
  2. (για στρατιώτη) λιποτάκτης

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fugitivus fugitivī
γενική fugitivī fugitivōrum
δοτική fugitivō fugitivīs
αιτιατική fugitivum fugitivōs
κλητική fugitive fugitivī
αφαιρετική fugitivō fugitivīs
(β' κλίση)

Επίθετο

fugitivus (la)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.