φορτίσιμο
Νέα ελληνικά (el)

To αύμβολο του φορτίσιμο, διπλό από του φόρτε
Ετυμολογία
- φορτίσιμο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fortissimo, υπερθετικός βαθμός του επιθέτου forte
Προφορά
- ΔΦΑ : /foɾˈti.si.mo/
Ουσιαστικό
φορτίσιμο ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
φορτίσιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.