fortiche
Γαλλικά
(fr)
Επίθετο
ενικός
πληθυντικός
fortiche
fortiches
fortiche
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
επιτήδειος
≈
συνώνυμα
:
habile
πονηρός
≈
συνώνυμα
:
astucieux
,
malin
σοφός
, που έχει μεγάλες
γνώσεις
πάνω σε ένα
θέμα
,
ξεφτέρι
, «
σπεσιαλίστας
»
≈
συνώνυμα
:
calé
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
fortiche
fortiches
fortiche
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
επιτήδειος
πονηρός
σοφός
, «
σπεσιαλίστας
»,
ξεφτέρι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.