forger

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

forger (en)

  1. ο πλαστογράφος, ο χαλκευτής
  2. ο χαλκευτής, αυτός που σφυρηλατεί



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /fɔʁ.ʒe/
 

Ρήμα

forger (fr)

  1. σφυρηλατώ, σφυροκοπώ
  2. χαλκεύω
  3. δολοπλοκώ
  4. φαντάζομαι, επινοώ, κατασκευάζω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.