forçat

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
forçat forçats

Ετυμολογία

forçat < (άμεσο δάνειο) ιταλική forzato < forzare (καταναγκάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /fɔʁ.sa/

Ουσιαστικό

forçat (fr) αρσενικό

  1. ο κατάδικος σε καταναγκαστικά έργα
  2. (μεταφορικά) αυτός που ζει σε άθλιες συνθήκες

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.