forçage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- forçage < forcer
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɔʁ.saʒ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| forçage | forçages |
forçage (fr) αρσενικό
- ο εξαναγκασμός (πχ. ενός ζώου που το αναγκάζουν οι κυνηγοί να τρέχει)
- η τεχνητή καλλιέργεια ενός φυτού σε διαφορετικό χώρο ή εποχή από το κανονικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.